< ἀπογραΐζω
ἀπογραφευτέον >
ἀπογραφεύς
,
-έως, ὁ
1
registrador
Sch.Pl.
Lg
.850c.
2
delator
ἀνδρόγυνοι καὶ ἀπογραφεῖς
Synes.
Prouid
.M.66.1269B.