< ἀπογλυφή
ἀπογλωττίζω >
ἀπογλύφω
1
raspar
Aret.
CD
1.2.4, cf. Heliod. en Orib.48.33.3
•
pelar
τῶν ῥοιῶν τὰ περικάρπια
Alciphr.3.24.2.
2
en escultura
tallar
,
Didyma
32.16(11 a.C.).