< ἀπόγλουτος
ἀπογλυφή >
ἀπογλυκαίνω
endulzar
agua, Sch.A.R.4.269 (= Democr.A 99), cf. D.S.1.40,
ἀπογλυκάνας τὰς ἐλαίας
Ruf. en Orib.8.47.14,
τοὺς θέρμους
Diph.Siph. en Ath.55f.