ἀπογεννάω


I 1tr. en v. act. producir, engendrar c. ac. δυσμένειαν Demad.15, τὸ ὅμοιον Thphr.CP 1.16.12, τοιαῦτα Epicur.Fr.[34] 1.6, τὰ πάθη Gem.17.20, αἰτίας Gal.7.200, τὸ γάλα Sor.74.16, τὰ πράγματα Diog.Oen.19.2.9, ἀπογεννᾷ τὸ οἰκεῖον ἑαυτῇ πλῆθος Procl.Inst.21, cf. 163, τὸ πρῶτον Aen.Gaz.Thphr.p.37, ἀέρα Ocell.1.12, ref. a Cristo como engendrado por el Padre πατὴρ ἀγαθὸν ἀπογεννήσας καρπόν Eus.LC 12, cf. Iust.Phil.M.6.1209A
abs. τὸ δὲ ἀποτεκεῖν καὶ ἀπογεννῆσαι Artem.1.14
en v. pas. ἀνάγκη ἀπογεννηθεῖσα Epicur.Ep.[3] 92, περὶ τῶν ... ὑπὸ μεγαλοφροσύνης ... ἀπογεννωμένων Longin.15.12, (ἡ γῆ) ἀπεγεννήθη Diodor.T.Ps.M.33.1624D.

2 intr. en v. med.-pas. producirse, surgir ἀπὸ τούτων ἀπογεννᾶται ὁ ἱδρώς Hp.Morb.1.25, τὰ δὲ ἀμφοτέρων ἀπογεννώμενα Hero Def.136.33, τὰς ἐκ τούτων ἀπογεννωμένας ἀρετάς Ph.1.144, ὅμοιον δὲ πρὸς ὅμοιον τί ἂν ἔχοι ἀπογεννώμενον; Plot.6.1.6.

II destruir ὁ γεννῶν καὶ ἀπογεννῶν PMag.5.155.