< ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω >
ἀπογαλακτώδης
,
-ες
que produce leche
τοὺς μασθοὺς ἀπογαλακτώδους πιότητος
Nil. en Procop.Gaz.M.87.1733A.