ἀποβάπτω
• Morfología: [aor. part. med. ἀποβαπσάμενον ICr.2.12.15.4 (Eleuteria)]
sumergir, bañar
αὐτοῖσι ... ἱματίοισι ἀπ' ὦν ἔβαψε ἑωυτόνHdt.2.47,
εἰς ποταμὸν ἀποβάπτειν τὰ γιγνόμενα ψυχρόνbañar a los niños en un río frío Arist.Pol.1336a16
•de cosas sumergir, bañar, mojar
ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκηνHdt.4.70,
ἐς ῥόδινον εἴριονHp.Mul.1.78 (p.178), cf. Int.9,
ἄρτους ἐξ οἴνου ... ἀποβάπτωνHp.Acut.(Sp.) 52,
φάρμακον ᾧ ἀποβάπτουσι τοὺς ὀϊστούςArist.Mir.845a1,
(λίθον) ἐν οἴνῳArist.HA 607a25
•en v. pas.
ὅστις ἐν ἅλμῃ ... ἀπεβάφθηAr.Fr.416,
περιστερὰς ... ἀποβεβαμμένας εἰς ... μύρονAlex.62.3, fig.
ἀ. λέξιν εἰς νοῦνZeno Stoic.1.23.