ἀποβλώσκω
• Morfología: [perf. ἀπομέμβλωκεν (c. tm.) Call.Fr.384.5]
marchar, partir
ὥρη ἀποβλώσκεινes hora de marchar A.R.3.1143,
τὸ ... ἅρμα ... ἀπ' οὖν [μέμβλ]ωκενCall.l.c.
ὥρη ἀποβλώσκεινes hora de marchar A.R.3.1143,
τὸ ... ἅρμα ... ἀπ' οὖν [μέμβλ]ωκενCall.l.c.