ἀποβλαστάνω
1 intr. nacer, brotar, surgir gener. c. gen.
ματρὸς ... ἀπέβλαστον ὠδῖνοςS.OC 533,
ἐξ οὗ ἀποβλαστάνει δύο κακάHierocl.in CA 17.10,
πάντα ... ἀπὸ θείας αἰτίας ἀποβλαστάνειIambl.Myst.3.20, abs. Plu.2.954c
•en anat. de una vena ramificarse en
πυκνῇσι καὶ λεπτῇσι ... φλεψίHp.Oss.12.
2 tr. hacer salir
ῥίζα σιδήρου πατρῴων ... (σε) ἀνεβλάστησε καρήνωνColluth.182.