ἀποβιβρώσκω
1 devorar en v. pas. c. ac. de rel.
χεῖρας ἀποβρωθένταAP 7.294 (Tull.Laur.).
2 lacerar, desollar
(δεσμόν) ἀποβιβρώσχοντα τὼ χεῖρεZen.6.44, Prou.Bodl.944.
χεῖρας ἀποβρωθένταAP 7.294 (Tull.Laur.).
(δεσμόν) ἀποβιβρώσχοντα τὼ χεῖρεZen.6.44, Prou.Bodl.944.