ἀποαίνυμαι
c. ac. y gen. quitar, arrebatar
δούρατα ... τὰ κταμένων ἀποαίνυμαιIl.13.262,
ἥμισυ γάρ τ' ἀρετῆς ἀποαίνυται ... Ζεὺς ἀνέροςOd.17.322,
νέας ... αὐτῶνHes.Op.247 (ap. crít.)
•solo c. ac. privar de
νόστονOd.12.419, 14.309.
δούρατα ... τὰ κταμένων ἀποαίνυμαιIl.13.262,
ἥμισυ γάρ τ' ἀρετῆς ἀποαίνυται ... Ζεὺς ἀνέροςOd.17.322,
νέας ... αὐτῶνHes.Op.247 (ap. crít.)
νόστονOd.12.419, 14.309.