ἀπισχναίνω
1 hacer adelgazar
δέδοικα μὴ λίαν ἀπισχναίνων με ποιήσῃ νεκρόνPhilem.98.7, a un paciente, Hp.Morb.3.8,
τὰς σάρκαςPlu.2.658a
•v. pas. Hp.Morb.Sacr.8.4.
2 en v. med. debilitarse
ἐὰν δὲ διὰ κόπον πυρέσσῃ καὶ ἀπισχναίνηταιGp.16.4.2
•disminuirse, reducirse la placenta, Arist.HA 574b6.