< ἀπιστοσύνα
ἀπιστόφιλος >
ἀπιστούντως
adv. formado sobre el part. pres. de ἀπιστέω q.u.
con sorpresa
πῶς οὐ δικαίως ἀ. τοῖς πράγμασιν ἕξω;
Numen.26.41.