< ἀπιστητέον
ἀπιστία >
ἀπιστητικός
,
-ή, -όν
incrédulo
subst. τὸ ἀ.
la incredulidad
τοῖς ... περὶ ἐπῳδῶν ... λεγομένοις
M.Ant.1.6.