ἀπηρής, -ές
• Alolema(s): ἀπαρές Hsch.
incólume, indemne
ἑταῖροιA.R.1.888, cf. EM 122.4G.,
ἀπαρές· ὑγιέςHsch.
•incólume, sin desastres
νόστοςA.R.1.556, cf. Hdn.Gr.1.71.
ἑταῖροιA.R.1.888, cf. EM 122.4G.,
ἀπαρές· ὑγιέςHsch.
νόστοςA.R.1.556, cf. Hdn.Gr.1.71.