< ἀπερυγγάνω
ἀπερυθριάστως >
ἀπηρυθριακότως
adv. sobre el part. perf. de ἀπερυθριάω
desvergonzadamente
ἐπιχειρεῖ πάντ' ἀ.
Apollod.Com.13.10.