< ἀπήρτημα
ἀπηρυθριᾱκότως >
ἀπηρτισμένως
adv. formado sobre el part. perf. pas. de ἀπαρτίζω q.u.
1
adecuadamente
οὔτ' ἀ. Ἑλλάδα φθέγγονται
D.H.1.90.
2
con precisión
,
exactamente
καταμετρεῖσθαι
Procl.
Hyp
.4.80.