< ἀπηνόφρων
ἀπηόριος >
ἀπηξία
,
-ας, ἡ
falta de solidez
,
fluidez
τοῦ σπέρματος
Ar.Byz.
Epit
.15.9,
σώματος
Ptol.
Tetr
.4.10.6.