ἀπηλεγής, -ές
1 cruel, despiadado
θάνατοςGr.Naz.M.37.1379A
•brusco, violento Sud.
•neutr. como adv. directamente
διείσομαι ... πάντα διαμπερέως καὶ ἀ.Nic.Th.495,
ἀντιλέγουσιν ἀ.Opp.C.2.510.
2 adv. -έως sin miramientos, sin contemplaciones
μῦθον ἀ. ἀποειπεῖνIl.9.309, Od.1.373, h.Merc.362,
νίσσετ' ἀ.A.R.1.785,
μίμνον ἀ.A.R.4.689,
ἵν' Ἡρακλῆος ἀ. πεπύθοιτοA.R.4.1469.