< ἀπηγόρευμα
ἀπηγόρημα >
ἀπηγορέω
defender
op. κατηγορεῖν
Simp.
in Cat
.17.2
•
en v. med.
defenderse
πρὸς ἃ δεῖ αὐτὸν ἀπηγορεῖσθαι
Arist.
Pr
.951
a
23.