< ἀπευλογίας
ἀπευλυτέω >
ἀπεύλογον
,
-ου, τό
geom.
estancia de forma irregular
μητρῆσαι καμάραν ἀπευλόγου
Hero
Stereom
.2.32,
τῶν ἀπευλόγων αἱ βάσεις
Hero
Stereom
.2.32.