< ἀπειράκις
ἀπείραντος >
ἀπείρανδρος
,
-ον
que no conoce varón
,
virgen
Hsch.s.u.
μνηστή
,
de la Virgen María
, Rom.Mel.2.
δʹ
.5, 37.θʹ.2.