ἀπεψία, -ας, ἡ
medic. falta de cocción, crudeza, indigestión
ἐκ περιόδου καὶ πότου ἀπεψίηHp.Epid.7.109,
χωρὶς ἀπεψίηςHp.Coac.448,
ἡ μαλακία ... ἐστι ἐξ ἀπεψίαςArist.Pr.959b23,
διὰ τὴν ἀπεψίαν γίνεται διάρροιαArist.GA 728a22, cf. PA 668b8,
ἀπεψίαι ἔνιαι ὅμοιαι τῇ μολύνσειArist.Mete.381b9,
ἀπεψίαν ἔχοντεςPlu.2.125e, cf. 2.127d,
ἀπεψίαις χρώμενοςIG 42.126.3 (Epidauro II d.C.),
ἐν ταῖς τοιαύταις ἀπεψίαιςGal.8.34,
διά ... τε ἀπεψιῶν καὶ χολερικῶν παθῶνS.E.P.1.131,
διαλέγεσθαι περὶ ἀπεψίαςHierocl.Facet.94, cf. Sm.Nu.11.20
•c. gen.
ἀ. τῆς ἐν τῷ περικαρπίῳ τροφῆςArist.Mete.380a28, cf. Heph.Astr.2.36.22,
ἀ. τῶν εἰσφερομένωνArist.Pr.862b5.