ἀπευθής, -ές
1 desconocido, ignorado
κείνου δ' ... ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκεOd.3.88,
αὐλοὶ ... ἀπευθέες ... κεῖσθ'AP 7.420 (Diot.Athen.),
οὐ μέν πως ἀπόλωλεν ἀπευθὴς ἐκ Διὸς ἀστήρArat.259,
τὸ δὲ θεῖον αὐτὸ ... ἀπευθὲς ἀκοῇMax.Tyr.11.9.
2 que no sabe, ignorante
ἦλθον ... ἀπευθήςOd.3.184,
οὔτι γ[ὰ]ρ εἶ λίαν ἀπευθήςCerc.3.3,
λαόςNonn.Par.Eu.Io.1.31,
νύμφηNonn.D.3.324
•fig.
ὀφθαλμοίCall.Fr.282
•c. gen.
ἀ. ἀμήτοιοD.P.194,
Ὁμηρείης μεγάλης ὀπὸς ... ἀ.AP 16.303, cf. Call.Fr.176.5.