< ἀπέσκλη
ἀπεσκληρυμμένως >
ἀπεσκληκότως
adv.
con obcecación
o
prejuicio
πρὸς δὲ φιλοσοφίαν ... ἀ. ἔχει ἡ πατρίς
Synes.
Ep
.139.