ἀπεσθίω


1 comer, morder τοὺς δακτύλους Hermipp.24, Ar.Au.26, τὴν ἀκοήν Hermipp.52, τὴν κεφαλὴν ... τῆς μαινίδος Ar.Ra.984, τὴν ῥῖνα D.25.61
en v. pas. ἀπεσθίεται ὁ κεστρεὺς ὑπὸ λάβρακος Arist.HA 610b16, cf. 591a5.

2 dejar de comer, no comer τὰ πετραῖα τῶν ἰχθυδίων Theopomp.Com.62.