ἀπερίφρακτος, -ον
no amurallado, carente de protección fig.
οὐκ ἀ. καταλιμπάνων τὸν ἑαυτοῦ λαόν, ἀλλὰ μιᾷ περιλαμβάνων αὐλῇBasil.M.30.356A, del alma, Ephr.Syr.3.212E.
οὐκ ἀ. καταλιμπάνων τὸν ἑαυτοῦ λαόν, ἀλλὰ μιᾷ περιλαμβάνων αὐλῇBasil.M.30.356A, del alma, Ephr.Syr.3.212E.