ἀπερίοδος, -ον
gram. que no forma períodos, no periódico
λέξιςD.H.Comp.113.4,
ὁ ἑξῆς νοῦς ἀπερίοδος ἐν κώλοις τε καὶ κόμμασι λεγόμενοςD.H.Comp.139.11.
λέξιςD.H.Comp.113.4,
ὁ ἑξῆς νοῦς ἀπερίοδος ἐν κώλοις τε καὶ κόμμασι λεγόμενοςD.H.Comp.139.11.