< ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως >
ἀπερίθετος
,
-ον
libre de
παντὸς ἀλλοτρίου τῆς ποιμενικῆς διασκευῆς
Leont.H.
Nest
.M.86.1509D.