< ἀπεριγραψία
ἀπεριέργαστος >
ἀπερίδρακτος
,
-ον
inaprensible
,
incomprensible
τὸ ἀ. τῶν ζητουμένων
Ath.Al.
Dio
.20.1, cf. Gr.Nyss.
Ep
.24.5.