ἀπεργαστικός, -ή, -όν
1 productor, que ocasiona, causante c. gen.
φιλοσόφου διανοίαςPl.R.527b, cf. Iambl.Comm.Math.6 (p.27),
βλάβηςEpicur.Sent.[5] 26,
τῶν αὐτῶνEpicur.Fr.[34] 21.5,
τῆς ὑγιείαςPhld.Rh.1.345,
ἀρχὴ ... τῆς τῶν ἄλλων ἀριθμῶν ἀπεργαστικὴ συστάσεωςS.E.M.4.4,
ἡ ἀ. τοῦ ... ὑγροῦ δύναμιςCorn.ND 4.
2 subst. ἡ ἀ. fabricación c. gen.
σκευῶν πάντωνPl.Epin.975b.