< ἀπεξαρθρέω
ἀπεξέβδει· >
ἀπεξαρτάω
colgar fuera
κύνας ἐκ τῆς ἐπάλξεως ἀπεξήρτα
Anon. en Sud.s.u.
κνυζώμενον
.