< ἀπεντυπόω
ἀπεξαρθρέω >
ἀπεξαιρέω
sacar
θεσμὸν μέγαν
Anacr.39 (tm.)
•
c. gen.
quitar
ἀπὸ δ' ἀλαθοσύναν ... ἐξεῖλεν βροτῶν
E.
IT
1278 (tm.).