< ἀπεμπολή
ἀπεμπολητής >
ἀπεμπόλησις
,
-εως, ἡ
• Grafía:
graf. -πωλ-
Vit.Aesop.G
12 (ap. crít.)
1
rechazo
ἀκαθαρσίης
Hp.
Decent
.5.
2
venta
Αἰσώπου
Vit.Aesop.G
l.c.