ἀπελέκητος, -ον
1 no labrado, no trabajado
λίθοςLXX 3Re.6.1a,
ξύλαLXX 3Re.10.11, 12
•fig.
φωνήCrantor en D.L.4.27.
2 subst. τὸ ἀ. sillar
τρεῖς στίχους ἀπελεκήτωνLXX 3Re.6.36.
λίθοςLXX 3Re.6.1a,
ξύλαLXX 3Re.10.11, 12
φωνήCrantor en D.L.4.27.
τρεῖς στίχους ἀπελεκήτωνLXX 3Re.6.36.