ἀπελευθερόω
• Morfología: [tes. perf. inf. pas. ἀπειλευθερούσθειν IG 9(2).553.1, 4 (Larisa)]
emancipar, manumitir
ἐάν τις μὴ θεραπεύῃ τοὺς ἀπελευθερώσανταςPl.Lg.915a, cf. 855b, PVarsov.10.1.4, 2.9 (II d.C.)
•en v. pas.
τίνα αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος;Arist.Rh.1408b25,
ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθηLXX Le.19.20, cf. IG ll.cc., POxy.722.18 (I d.C.), Ph.2.568, BGU 96.13 (III d.C.), PGnom.19, 20, IG 9(2).1044a.5 (I d.C.).