< ἀπελευθέρωσις
ἀπέλευσις >
ἀπελευθερωτικός
,
-ή, -όν
relativo a la manumisión
νόμοι
TC
196.16 (I a.C.),
δίκαια
TC
167, cf.
TC
168.3 (III/II a.C.).