ἀπελεγκτικός, -ή, -όν


que refuta, refutatorio διδασκαλίαν ἀ. τῆς εἰδωλολάτρου πλάνης Eus.VC 2.47, ταῦτα ἀ. τῆς τῶν δαιμόνων μοχθηρίας Eus.PE 4.21.