ἀπελασία, -ας, ἡ
1 robo, abigeato
προβάτων ... ἀπελασίαν ὁμολόγησεPLond.403.12, 15, 19 (IV d.C.),
π]ερὶ ἀπελασίας ἐστιν ἡ διάγνω[σιςPOsl.84.4 (II d.C.),
τῶν χοιρῶνPLond.407.8 (IV d.C.),
κτηνῶνPLond.408.9 (IV d.C.),
ζῴων καὶ ἑτέρων σκευῶνPMasp.1.12 (VI d.C.), cf. POxy.1252.1.6, SB 9691.24 (IV d.C.).
2 expulsión de los demonios, Meth.Palm.M.18.389A.
3 persecución Hsch.