ἀπελαστικός, -ή, -όν


que expulsa o rechaza c. gen. μιασμάτων Sch.Theoc.2.35, τινων (εἴδη ῥιζῶν) ἀπελαστικά Eus.PE 4.1.9, cf. Epiph.Const.Haer.51.1.