< ἀπεκλογή
ἀπεκπροθέω >
ἀπεκλύω
1
aflojar
ἀπεκλύει τὸν τόνον
Alex.Aphr.
Pr
.1.120.
2
borrar
,
absolver
τὰ πλημμελήματα
Chrys.M.48.596.