ἀπεκδύομαι
1 desnudarse, despojarse de
τὸν παλαιὸν ἄνθρωπονEp.Col.3.9,
σῶμαHippol.Haer.1.24,
τὰ πάθηClem.Al.Strom.6.14.109
•
ἀπεκδεδῦσθαι τὸ περιβόλαιονGr.Nyss.Hom.in Cant.360.5, abs.
ὅταν ἀπεκδύηταιAristaenet.1.3.34.
2 despojar a c. doble ac.
τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ... αὐτούςEp.Col.2.15.