ἀπεκδέχομαι


I 1esperar con ansiedad τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ Ep.Rom.8.19, cf. 1Ep.Cor.1.7, Ep.Hebr.9.28, σωτῆρα Ep.Phil.3.20, ἐλπίδα δικαιοσύνης Ep.Gal.5.6, θάνατον Alciphr.3.4.6, τὸ μέλλον Hld.2.35.3, cf. S.E.M.2.73, Clem.Al.Strom.2.12.53.

2 entender τὸ βούλημα τοῦ ἀπαθοῦς Θεοῦ Clem.Al.Strom.2.16.72
de una palabra elíptica entender por el contexto ἀπεκδεχομένων ἡμῶν τὰς συμβολικὰς φωνάς A.D.Coni.226.20.

II entender mal, equivocadamente ἀπεκδέχεσθαί μοι δοκεῖ ὑπολαμβάνων ... Hipparch.1.6.11, cf. Sch.Er.Il.16.41.