< ἀπειρολογία
ἀπειρομάχᾱς >
ἀπειρόλογος
,
-ου
inexperto en usar palabras
de niños
τίς ἐξαίφνης ἀπειρολόγοις δέδωκε λόγον;
Epiph.Const.
Hom
.M.43.437A.