< ἀπειρόγονος
ἀπειρόγωνος >
ἀπειρόγραφος
,
-ον
infinito de describir
,
infinito
κατὰ τὴν ἀπειρόγραφον ἑαυτοῦ ὑπόστασιν
Dam.
Pr
.272.