< ἀπειρόγαμος
ἀπειρόγονος >
ἀπειρόγνωστος
,
-ον
de conocimiento infinito
ὑπὸ τῆς θεαρχικῆς καὶ ἀπειρογνώστου σοφοποιίας
Dion.Ar.
CH
M.3.321A.