< ἀπειροστημόριον
ἀπειροτέρμων >
ἀπειροσύνη
,
-ης, ἡ
inexperiencia
,
desconocimiento
ἄλλου βιότου
E.
Hipp
.195, cf.
Med
.1094, Cleanth.
Fr.Poet
.1.33.