< ἀπειρόπλουτος
ἀπειροπόλεμος >
ἀπειροποιός
,
-όν
que confiere infinitud
,
que produce infinitud
δυνάμεις
Procl.
in Prm
.734.32, cf. 776.14, Dam.
Pr
.91
bis
.