< ἀπειρόμοθος
ἀπειροπάθεια >
ἀπειρονίκης
,
-ον, ὁ
no acostumbrado a la victoria
ὁ (σοφός) ... μιμεῖται τοὺς τῶν ἀθλητῶν ἀπειρονίκας
Dion.Ar.
DN
M.3.893C.