< ἀπειρόκᾰκος
ἀπειροκαλία >
ἀπειροκαλεύομαι
tener gusto vulgar
,
no tener gusto
δέδοικα μὴ ... ἀπειροκαλεύεσθαι δόξω
Aeschin.
Ep
.10.1.