ἀπεικονίζω
I
ἄγαλμα αὑτὸν ἀπεικονίσαςAP 12.56 (Mel.)
•en v. pas. ser modelado
εἰκόνος κατὰ τὸν θεὸν ἀπεικονισθείσηςPh.1.106.
2 representar, expresar
ψυχῇ κάλλοςAP 12.127 (Mel.), cf. Porph.Sent.44
•en v. pas. ser representado, simbolizado
πέντε (πόλεις) ἀπεικονίσθησανPh.1.561.
II en v. med. simbolizar, representar
τὴν (τῶν ἀπορρήτων) δύναμινProcl.in Alc.25, cf. in Cra.51, Inst.209, Hero Def.136.24, Aristaenet.2.5.24.